αγαλλις

αγαλλις
    ἀγαλλίς
    -ίδος (ᾰγ) ἥ бот. предполож. ирис HH.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αγαλλις" в других словарях:

  • Ἀγαλλίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαλλίς — dwarf iris fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αγαλλίς — (μέσα 3ου – αρχές 2ου αι. π.Χ.).Λογία από την Κέρκυρα, κόρη του Αλεξανδρινού γραμματικού Αγαλλέα ή Αγαλλία. Είναι γνωστή από τις ερμηνευτικές σημειώσεις της στον Όμηρο. Έζησε την ίδια εποχή με τον Αριστοφάνη τον Βυζάντιο (257 180 π.Χ.) …   Dictionary of Greek

  • Ἀγαλλίδας — Ἀγαλλίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαλλίδας — ἀγαλλίς dwarf iris fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Agallis — (Gr. polytonic|Ἀγαλλίς, fl. 2nd century BC) of Corcyra was a female grammarian who wrote about Homer, according to Athenaeus. [Athenaeus, Deipnosophistae i. p. 14, d.] Some scholars believe her to have belonged to the hetaerae class. [cite book… …   Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»